- λογοπαίγνιο
- τοπαιχνίδι με λέξεις διφορούμενης σημασίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογοπαίγνιο — το παιχνίδι με λέξεις που έχουν πολλαπλή σημασία ή με λέξεις που είναι διαφορετικής σημασίας, είναι όμως ομόηχες είτε αυτούσιες είτε σε συνεκφορά με άλλη λέξη, το καλαμπούρι: π.χ. «άπιαστα ιδανικά» ή «άπιαστα ή δανεικά». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… … Dictionary of Greek
καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
τρυγοδαίμων — ονος, ὁ, Α (στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί τής λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί τού τ. τρυγῳδός*] … Dictionary of Greek
Καταγέλα — Καταγέλα, ἡ (Α) κωμική ονομασία υποτιθέμενης πόλης σε λογοπαίγνιο για τη σικελική πόλη Γέλα («τοὺς δ ἐν Καμαρίνῃ κἀν Γέλᾳ κἀν Καταγέλᾳ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοπωνύμιο Γέλα] … Dictionary of Greek
Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… … Dictionary of Greek
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
ίππερος — ἵππερος, ὁ (Α) αλογομανία, ιππομανία, έρωτας για τους ἵππους («ἵππερόν μου κατέχειν τῶν χρημάτων» έριξε αλογομανία σαν ίκτερο στα χρήματά μου, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.: ἵππερος < ἵππος + κατάλ. ερος τής ασθένειας ἴκτ ερος… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek